- πάπια
- Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο οφείλεται το δυσκίνητο βάδισμά τους. Τα φτερά τους αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την εποχή. Τα θηλυκά είναι γκρίζα, ενώ τα αρσενικά αποκτούν γκρίζο χρώμα το καλοκαίρι και, συχνά, λαμπρότερους χρωματισμούς το χειμώνα και την άνοιξη. Στην άκρη του ράμφους και της γλώσσας τους έχουν oδοντοειδείς εντομές που τις βοηθούν να συγκρατούν την τροφή τους. Οι π., που είναι εξημερωμένες απόγονοι της αγριόπαπιας, κολυμπάνε με μεγάλη ευχέρεια. Η εκτροφή τους έχει δημιουργήσει δύο τύπους: εκείνες που εκτρέφονται για το κρέας τους και εκείνες που εκτρέφονται για τα αβγά τους. Γενικά, οι π. είναι από τα εξυπνότερα κατοικίδια πτηνά και τα πλέον χρήσιμα γιατί, εκτός από το ότι προσφέρουν το κρέας τους και τα αβγά τους, σε πολλές περιοχές καθαρίζουν τα ρυάκια από βλαβερά σκουλήκια. Στην Ελλάδα γίνεται εκτροφή πουλιών του είδους στη Θεσσαλία και στην Κέρκυρα. Οι κερκυραϊκές π. διοχετεύονται στο εμπόριο κατεψυγμένες. Αξιοσημείωτες είναι οι π. της Κίνας, που είναι περιζήτητες για την τρυφερή σάρκα τους.
Αν και ο τυποποιημένος εκπρόσωπος του γένους είναι η άσπρη πάπια, υπάρχουν, ωστόσο, πάπιες με φτέρωμα διαφόρων χρωματισμών από τις οποίες, ιδιαίτερα εντυπωσιακές, είναι του είδους μανδαρίνος.
Πάπια με τα μικρά της σε λίμνη στο κέντρο της γερμανικής πόλης Ντύσελντοφ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η1. κοινή ονομασία τής νήσσας2. μτφ. κοπέλα μικρού αναστήματος και ευτραφής η οποία βαδίζει σαν πάπια3. ειδικό δοχείο για τη συλλογή τών απεκκρίσεων, ιδίως τών ούρων, τών ασθενών που δεν μπορούν να σηκωθούν από το κρεβάτι, αλλ. παπίτσα4. φρ. «κάνει την πάπια» — προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι δεν γνωρίζει τίποτε5. παροιμ. «με την απάθεια βράζ' η πάπια» — με την απάθεια και την υπομονή υπερνικώνται τα εμπόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. πάππος* «είδος πουλιού» αν δεν πρόκειται για ονοματοποιία από τη φωνή παπαπά τού πουλιού].
Dictionary of Greek. 2013.